Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Ο Μύθος του Οδυσσέα και η εθνική καθαρότητα των Ελλήνων

Δε συμμερίζομαι με κανένα τρόπο την αγωνία όσων αναζητούν ιστορικά ή ανθρωπολογικά ερείσματα για την απόδειξη της καθαρότητας της φυλής μας. Πρώτον διότι δεν μου αρέσει ο όρος Φυλή και δεύτερον διότι η καθαρότητα ενός έθνους απαιτεί την καθαριότητα, που πάλι ως διαπίστωση που αφορά τον περιβάλλοντα χώρο μας δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας.
Το επόμενο σημαντικό πράγμα που δεν συμμερίζομαι είναι η πατριδοπληξία και πάλι για πρακτικούς λόγους, διότι έναντι ενδόξων και επιφανών προγόνων θα αισθανόμουν ασήμαντος, ανάξιος έως και ένοχος. Κάθε δυνατότητα δημιουργικής ταύτισης αποτρέπεται αν εξαίρει κανείς τους προγόνους υπέρμετρα, καθώς αναπόφευκτα ο πατέρας γίνεται Κρόνος και ο γιός γίνεται Οιδίποδας.
Μεταξύ αυτών των ορίων κείμενος, από καιρό αναρωτιόμουν για την πραγματική σχέση μας με την ιστορία του γεωγραφικού μας διαμερίσματος και της εντόπιας ανθρώπινης πρώτης ύλης, είτε ως βιολογικά πλάσματα είτε ως πνευματικά αποτελέσματα αυτού του πολιτισμού.
Η πρώτη αντιληπτή αρχή μας είναι πολύ απλά η μυθολογία, με την ακατανίκητη γοητεία που ασκεί ως γλυπτό της ιστορικής και της ψυχολογικής μας μνήμης, πραγματικό μνημείο της αρχέτυπης ρίζας μας, με τον τρόπο που μόνο η λαογραφία μπορεί να μεταφέρει αυθεντικά.
Αφού αρχίσαμε να μιλάμε λοιπόν για λαό, ήταν μια φορά κι έναν καιρό ο Οδυσσέας που θα ήθελα εδώ να παρουσιάσω από την άποψη ενός αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα της μακραίωνης καθημερινότητά μας, απόδειξη της ακατάλυτης συνέχειας του γένους.
Αυτός ο Οδυσσέας ήταν ένας καθωσπρέπει άρχων με άριστη καταγωγή, κληρονομικό χάρισμα και δικαίωμα, όπως αξίζουν και πρέπει να είναι οι άρχοντες για να τους ζηλεύουμε: Όμορφος, πλούσιος, πολύ ευφυής, σχεδόν σοφός και με απόλυτη κοινωνική και πολιτική αποδοχή, πολύ γοητευτικός και μάλιστα σε θεϊκό βαθμό πολιορκούμενος από τις πλέον αξιόλογες και έχουσες σχέσεις με την εξουσία θεές, 'Ήρα και Αθηνά. Ωστόσο, κύριος ων, σύζυγος μιας πραγματικής κυρίας όπως η Πηνελόπη, απολάμβανε μαζί την αρμονία και τη νομιμότητα του έγγαμου βίου και την απόλυτη αρσενική δικαίωση επί γης, ένα υπέροχο γιο, μωρό ακόμη, αλλά σπουδαία συναισθηματική επένδυση για το πιστό Έθνος που τον περίμενε.
Κάποτε όμως τα πράγματα αλλάζουν. Ήρθε ο πόλεμος, ο πατέρας των πάντων και ο πόλεμος, δεν θ’ άρχιζε χωρίς τον Οδυσσέα, τον κατάλληλο άνθρωπο για την κατάλληλη θέση.
Κι εδώ αρχίζει ο κατήφορος, η συνήθης αποδόμηση της πραγματικότητας κάτω από την πίεση της ανάγκης ή του φόβου. Ο απόλυτος αρχηγός μετατρέπεται στον πρώτο φυγόστρατο, υποδυόμενος έναν Ι5, ανίκανο προς στράτευση και μάλιστα για ψυχιατρικούς λόγους. Δηλαδή, για να εξηγήσω, ενώ το στράτευμα τον περιμένει να κινήσουν, δεν εμφανίζεται και τελικά τον βρίσκουν να κάνει ότι οργώνει και σπέρνει αλάτι.
Το τέχνασμα του Νέστορα, του σοφού των σοφών και παλιότερης καραβάνας από τον Οδυσσέα, να βάλει τον μικρό Τηλέμαχο μπροστά στο αλέτρι, υποχρεώνει τον Οδυσσέα να σταματήσει να πουλάει τρέλα και να πάει, σχεδόν σηκωτός να επιστρατευτεί. Ποτέ άλλωστε, η εξουσία στην Ελλάδα δεν θυσιάζει τα παιδιά της, ακόμη κι αν χρειαστεί να υποστηρίξει το παράλογο, όπως έχει περίτρανα αποδειχτεί. Δεν χρειάστηκε όμως ο Οδυσσέας να εξαγοράσει τη θητεία του, ούτε τιμωρήθηκε από τους ανθρώπους, αλλά φρόντισαν οι θεοί η παράταση της θητείας του να είναι μεγάλη, όσο και ο Τρωικός πόλεμος. Κάποτε υπήρχε και Θεός (και μάλιστα πολλοί, με εξειδίκευση) και Κράτος.
Στη στρατιά παρεμπιπτόντως ενσωματώνεται και ο Αχιλλέας, που μόλις τον είχαν γυρίσει από το χαρέμι όπου τον είχε κρύψει η μάνα του ντυμένο γυναικεία, άθελά του όπως λέγεται. Ακριβώς όπως και σήμερα κάνουν οι μητέρες προστατεύοντας τους αρσενικούς γόνους τους, κρυφά από τους απουσιάζοντες πατεράδες, ευνουχίζοντάς τους μέσα στις φούστες τους, παίρνοντας την αυτοκαταστροφική τους εκδίκηση από έναν κόσμο φτιαγμένο από άντρες για άντρες.
Οι δύο αυτοί άνθρωποι κλειδιά για την εξέλιξη του πολέμου αυτού, ο ένας το ιδανικό μυαλό, η απόλυτη στρατηγική δύναμη και διπλωματική αριστεία και ο άλλος η προσωποποίηση του υπερόπλου, του υπερήρωα, ξεκινούν τη συμμετοχή τους ως φυγόστρατοι μειωμένης ικανότητας και αμφιβόλου καταλληλότητας! Ελλάς των μετέπειτα γενναίων και των ηρώων.
Και ο κατήφορος του Οδυσσέα συνεχίζεται δυστυχώς. Ο χρησμός έλεγε ότι ο πρώτος που θα πατούσε το πόδι του στην Τροία θα θυσιάζονταν, πεθαίνοντας αμέσως, καθώς είναι πανάρχαια η αντίληψη ότι κάθε σπουδαίο ανθρώπινο επίτευγμα (από το γεφύρι της Άρτας, μέχρι την οικονομική ανασυγκρότηση μετά το μνημόνιο) απαιτεί ανθρωποθυσίες. Και το χρησμό αυτό τον ήξεραν όλοι, γεγονός που προοιωνίζει τον ιστορικό ρόλο που θα έπαιζαν πολύ αργότερα η δημοσιογραφία και η προπαγάνδα. Γι’ αυτό κανείς δεν κατεβαίνει από το καράβι του στην παραλία (τι τραγελαφικό θέαμα για ένα πανίσχυρο στρατό), όπως ακριβώς κανείς σήμερα δε ρισκάρει τη θεσούλα του για το καλό του συνόλου.
Ο Οδυσσέας όμως, αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδο και τη γκάφα της υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού, αναλαμβάνει να λύσει το πρόβλημα. Ρίχνει την ασπίδα του στο έδαφος και πηδά πάνω της, σε μια κορυφαία επίδειξη της παροιμιώδους ικανότητάς του να εξαπατά θεούς και ανθρώπους και μάλιστα εκλογικεύοντας την εξαπάτηση των φυσικών νόμων και της ίδιας της λογικής. Ένας δύσμοιρος, αφελής στρατιώτης, βλέποντας τον Αρχηγό να πατά στο έδαφος και ξεθαρρεύοντας ότι θα πάρει τουλάχιστον τη δόξα του δεύτερου και ίσως μια καλύτερη σύνταξη γενναιότητας και φιλοπατρίας στο τέλος του πολέμου ή αργότερα, κάνει το ίδιο χωρίς να προσέξει το τέχνασμα της ασπίδας. Και τρώει ένα γρήγορο βέλος στο λαιμό, δίνοντας δόξα στον αντίπαλο τοξότη, που έγινε ο πρώτο φονιάς και ήρωας του πολέμου της πατρίδας του.
Μεσούντος του πολέμου ο Οδυσσέας ηγείται καταδρομικών επιχειρήσεων και φονικών μαχών. Πάντα υπό την σκέπη των γυναικών θεών που τον συμβουλεύουν και τον προστατεύουν. Όταν έρθει όμως η στιγμή της κληρονομιάς των όπλων του Αχιλλέα, με αντίπαλο τον Αίαντα, στην ενδοπαραταξιακή μονομαχία για το παιχνίδι των εντυπώσεων, πάλι με τη βοήθεια του μέσου των θεών κερδίζει την απονομή και αναγκάζει τον φιλότιμο, εύθικτο και τραγικό Αίαντα να αυτοκτονήσει, νιώθοντας αδικημένος. Ένα μεγάλο άνδρα, λεβέντη, που είχε δώσει τα πάντα ανιδιοτελώς και με ασύγκριτη αποτελεσματικότητα, έναντι κίνδυνου ζωής, αλλά δεν ήταν ούτε τόσο πονηρός, ούτε τόσο διπλωμάτης όσο ο δικός μας άνθρωπος. Ο Οδυσσέας επιβραβεύεται ως ο φορέας της μείζονος αρετής της φυλής, της πανουργίας, έναντι αυτής της γενναιότητας, ενώ ο Αίαντας επιβεβαιώνει την αντίληψη ότι από γενναίους στρατιωτικούς με λίγο μυαλό και πολύ πάθος δεν περιμένεις καλό.
Και φτάνουμε στο αποκορύφωμα της δόξας του Οδυσσέα, στην κατάληψη της Τροίας, με το τέχνασμα του Δούρειου ίππου, όπου προς τιμήν του, αλλά και γνωρίζοντας πάντα την αδυναμία των γυναικείων θεοτήτων σ’ αυτόν, μπαίνει στην κοιλιά του ξύλινου αλόγου, όπως μέχρι σήμερα ο Έλληνας χώνεται στην κοιλιά της ευκαιρίας όταν πρόκειται για άμεσο και σπουδαίο κέρδος όπως αυτό της προτεραιότητας στο πλιάτσικο, μετά την κατάληψη της Τροίας. Φυσικά, το τι έκανε μέσα στη νύχτα ο Οδυσσέας σε μια πόλη που γαλήνευε με τη γλυκιά ψευδαίσθηση της ειρήνης και με την έννοια πιθανών εγκλημάτων πολέμου, δε θα το μάθουμε ποτέ. Αν θυμηθούμε όμως τις μαρτυρίες για το τι ακολούθησε την κατάληψης της Τριπολιτσάς, μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα.
Και αρχίζει τέλος το ταξίδι της επιστροφής προς τη γλυκιά πατρίδα και την πιστή Πηνελόπη,  πάντα σε συνεργασία με τους θεούς, που φροντίζουν να έχει καλό δρόμο. Αλλά, χωρίς να φταίει ο ίδιος και το τονίζουμε αυτό, όπως και για να πληρώσει τις αμαρτίες που είχε κάνει, αμελώντας να υπακούσει και να δωροδοκήσει κάποιους θεούς, γίνεται το λάθος: η μικρόνοια των συντρόφων του τους οδηγεί στο ν' ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου λίγο πριν την άφιξη στο λιμάνι της Ιθάκης, λίγο πριν σωθούν από την περιπέτεια, τον πόλεμο, τη θάλασσα και την κάθε είδους στέρηση. Αυτή την πολύπλευρη στέρηση του κάθε στρατευμένου γενικώς, που τον καθιστά ευεπίφορο στον ηθικό συμβιβασμό.
Για άλλα δέκα χρόνια ο Οδυσσέας βολοδέρνει. Απολαμβάνει τους γλυκασμούς αυτού του κόσμου όπως το τραγούδι των σειρήνων, χωρίς να ξεφεύγει όμως, έχοντας επίγνωση, χάρις στη συμβολή των συντρόφων του, που τουλάχιστον στην αρχή καταφέρνουν να τον συγκρατήσουν, δεμένο στο κατάρτι με το σκοινί, σύμβολο δέσμευσης και λόγου τιμής ανδρός προς άνδρες. Αυτό όμως δε θα κρατήσει για πολύ, παρά μόνο κατά την περίοδο της συντροφικής αλληλεγγύης, όπου οι επιρροές των καρπών των λωτοφάγων αποφεύγονται με διατήρηση της ιστορικής και έντιμης μνήμης και επιτυγχάνεται ο άθλος της διαφυγής από τον μονόφθαλμο γίγαντα Πολύφημο (ακόμη ένα παράδειγμα γίγαντα με λίγο μυαλό και στενή οπτική, όπως όλοι οι κακομαθημένοι με τη δύναμή τους υπερφίαλοι και αλαζόνες γίγαντες της εξουσίας).
Στη συνέχεια, όταν πια η κόπωση και η στέρηση συναντούν την τρυφηλότητα προσωποποιημένη στα πρόσωπα και τα σώματα της Κίρκης και της Καλυψώς, η ηδονική νοσταλγία για μια ζωή που πάει χαμένη στους ωκεανούς αίρει τις αναστολές. Πιθανώς κάποια απερίγραπτη ανάγκη του επιτρέπει να βαφτίσει τους συντρόφους του κότες και γουρούνια, ώστε να κανιβαλιστούν για καλό και ανέκκλητο σκοπό. Και η νέα αλλά και παντοτινή φύση του κοσμοπολίτη καλοπερασάκια κυριαρχεί, η φύση του ανθρώπου που έχοντας γλιτώσει από του χάρου και από του πολέμου τα δόντια ασκεί όλα του τα δικαιώματα και μη στη ζωή αυτή, αδιαφορώντας για το αν οι άνθρωποι γύρω του καταναλώνονται, κομπάρσοι στο μεγαλειώδες ή απελπισμένο του παραλήρημα. Ζει χωρίς αναστολές τις ηδονές που συνοδεύουν την περιπέτειά του, με τελευταίο σταθμό την ολόδροση Ναυσικά, όπως κάθε πολιτικός άνδρας μπορεί να επιθυμήσει στον όψιμο βίο του, ως επιβράβευση της πολιτικής του αρετής. Μόνο που η νεαρή τυγχάνει κόρη του ανθρώπου που τελικά τον φιλοξενεί κι αυτό βάζει σε φανερή αμηχανία τον ποιητή, που φλυαρεί ασύστολα και ανοϊκά. Την ίδια ώρα ο Οδυσσέας πιθανότατα σκέφτεται ό,τι και σήμερα θα σκεφτόταν, πως μια νέα και τόσο όμορφη κοπέλα θα έπρεπε να την έχουν μαζεμένη  οι δικοί της και όχι να κυκλοφορεί στην παραλία όπως ο γιός του ο Τηλέμαχος, που στο κάτω της γραφής υπολόγιζε ότι θα ήταν πια ένας μικρός άντρας με πλήρη δικαιώματα και ικανότητες, σαν αυτόν.
Χορτάτος από τις χαρές του κόσμου, θυμάται επιτέλους ότι έχει πατρίδα και υποχρεώσεις, οργανώνει διαφορετικά τις προφάσεις του και διαισθανόμενος το τέλος της νιότης, αυτός ο Έλληνας ναυτικός και  κοσμοπολίτης, κατευθύνεται στον τελικό του σταθμό, σε κάποια που ξεροσταλιάζει να τον περιμένει, ένα παιδί που τον αγνοεί και ένα πατέρα που μπορεί και να έχει φύγει, όπως όλα τα ιερά πράγματα στη ζωή έχουν ήδη φύγει τη στιγμή που κάνουμε απολογισμό και μετράμε επιτυχίες και ενοχές.
Περιμένει επίσης να τον δει ένα βασίλειο, αλλά αυτό δεν φαίνεται από τα λόγια του ποιητή να τον απασχολεί ιδιαίτερα, αφού το θεωρεί δεδομένο, ελέω Θεού και με τη μαρτυρία των ανθρώπων. Γίνεται έξαλλος, σαν λαϊκός τύπος, μόνο όταν διαπιστώνει ότι του τρώνε τον πλούτο και απειλούν να του πάρουν δήθεν και τη γυναίκα οι μνηστήρες του θρόνου.
Δεν υπάρχει πιο κραυγαλέο παράδειγμα του τι επιτρέπει η ακυβερνησία σε έναν τόπο και του πόσο σημαντική είναι η εμπνευσμένη ηγεσία που προκαλεί σεβασμό. Ο Οδυσσέας θεωρείται νεκρός και αυτό ενδεχομένως να εννοείται πολιτικά, γι’ αυτό και η περιφρόνηση στη μνήμη του και η καταλήστευση της περιουσίας του. Φαίνεται σαφώς ότι αυτά συμβαίνουν ενόσω απουσιάζει τόσο ο ηγέτης όσο και ο πιστός υπηρέτης λαός, που λαθροβιώνει ως χοιροτρόφος, ετοιμάζοντας την εκδίκηση του Άρχοντά του, όχι τη δική του (συγκλονιστική, ανεξήγητη, κουτή αυταπάρνηση).
Πίσω από ένα νεαρό και ανήμπορο διάδοχο, μια σύζυγος μνήμης η Πηνελόπη, απελπίζεται όλο και βαθύτερα, εγκλωβισμένη στις προκαταλήψεις της και σε μια απέλπιδα πίστη στο συντηρητισμό της και την ανομολόγητη νοσταλγία μιας νιότης που δεν της ήταν γραφτό να απολαύσει. Κι αυτό συμβαίνει όσο κι αν συμβιβάστηκε ιστορικά με τη θέση της και όσο κι αν δεν της ήταν γραφτό να νιώσει για λίγο έστω τη χαρά της εξουσίας και τη χαρά της ζωής. Ταγμένη στον Οδυσσέα, αποφεύγει να παραχωρήσει  λίγη περιττή ανοχή για έναν άλλο άνδρα. Δεν αρκεί ούτε καν το άλλοθι μιας σκόπιμης και λογική προτεραιότητας, όπως η σωτηρία του τόπου της. Η γυναίκα, η μάνα, η Κυρά, απαράλλαχτη διαχρονική ανάπηρη φιγούρα, θύμα της υστερόβουλης εξιδανίκευσης των αρσενικών που εγκλωβίζουν τα θηλυκά στη φορμόλη της φυλετικής ιδεοληψίας. 
Οι μνηστήρες εν τω μεταξύ, είναι εκεί επειδή έτσι έπρεπε να κάνουν. Είναι ο ανθός του τόπου, οι σπουδαιότεροι υποψήφιοι για την ηγεσία ενός ορφανού και ακυβέρνητου τόπου, που τους έχει απόλυτη ανάγκη, οι πρώτοι των πρώτων. Γι’ αυτό ο Οδυσσέας αποφασίζει να διασώσει την κληρονομική του κατάχρηση, εξολοθρεύοντας τον ανθό. Μαθημένος στο αίμα, δε διστάζει για το μακελειό, προκειμένου να εγκαταστήσει τον ελλειμματικό γόνο του στη θέση του πρώτου.
Μοιάζουν μήπως αυτές οι εποχές με το σήμερα και τα πρόσωπα και τα πράγματα της πολιτικής καθημερινότητάς μας;  Μήπως το DNA περιττεύει στη διαδικασία απόδειξης της φυλετικής μας καθαρότητας; Ας χαλαρώσουμε την αγωνία μας. Πάντα ίδιοι υπήρξαμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου